- συνάντημα
- συνάντημαincidentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνάντημα — το, ΝΜΑ [συναντῶ] τυχαίο συμβάν, σύμπτωση νεοελλ. συνάντηση, συναπάντημα μσν. αρχ. (για νόσο ή επιδημία) αιφνίδια επίπτωση, αιφνίδια προσβολή αρχ. επιβεβαίωση, επικύρωση … Dictionary of Greek
συναντημάτων — συνάντημα incident neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναντήμασι — συνάντημα incident neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναντήμασιν — συνάντημα incident neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναντήματα — συνάντημα incident neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναντήματι — συνάντημα incident neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναντήματος — συνάντημα incident neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάντισμα — ίσματος, τὸ, Α [συναντίζω] συνάντημα … Dictionary of Greek
συναντηματικόν — τὸ, Μ [συνάντημα, ατος] φρ. «συναντηματικὸν βιβλίον» βιβλίο στο οποίο ερμηνεύονται διάφορα τυχαία γεγονότα … Dictionary of Greek
ԴԻՊՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 1 0626 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 12c, 14c գ. συνάντημα, τύχη casus, eventus Դէպք. անցք. պատահումն. պատահար. *Մի դիպուած է յամենեսեան ի նոսա: Որպէս դիպուած (կամ պատահար) է անմտին, եւ ինձ դիպեսցի. Ժող. ՟Բ. 14.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)